στροβούμαι

στροβούμαι
-όομαι, Α [στρόβος]
ζαλίζομαι, μέ πιάνει ίλιγγος, ιλιγγιώ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • στροβοῦμαι — στροβέω twirl pres ind mp 1st sg (attic epic doric) στροβόομαι pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιστροβούμαι — ἐπιστροβοῡμαι, έομαι (Μ) περιφέρομαι, γυρίζω εδώ κι εκεί («ἥμερα κτήνεα... πάντῃ ἐπεστροβέοντο»). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + στροβούμαι «περιστρέφομαι»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”